χράμι

χράμι
τό
1) толстая шерстяная ткань; 2) шерстяная простыня; 3) шерстяное покрывало

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χράμι" в других словарях:

  • χράμι — χράμι, το και χιράμι, το (λ. τουρκ. από την αραβ.) 1. μάλλινο χοντρό ύφασμα. 2. μάλλινο σεντόνι. 3. μάλλινη κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χράμι — και χρέμι και χιράμι, το, Ν 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • χιράμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek

  • χρέμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»